- ποτίκολλος
- ποτίκολλος, ον, [dialect] Dor. for πρόσκ-, Pi.Fr.241.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτίκολλος — ον, Α (ποιητ. και δωρ. τ.) ο πρόσκολλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά κολλος, σύγ κολλος] … Dictionary of Greek
ποτίκολλον — ποτίκολλος masc/fem acc sg ποτίκολλος neut nom/voc/acc sg πρόσκολλος glued masc/fem acc sg (doric) πρόσκολλος glued neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)